- παρεξελεάσαμεν
- παρεξελεά̱σαμεν , παρά , ἐκ-ἐλεάωaor ind act 1st pl (attic)παρεξελεά̱σαμεν , παρά , ἐκ-ἐλεάωaor ind act 1st pl (doric aeolic)παρεξελεά̱σαμεν , παρά , ἐκ-ἐλεέωto have pity onaor ind act 1st pl (attic)παρά , ἐκ-λεάζωto be smoothaor ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.